ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΝΗΡ Ο ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΕΝ ΤΑΙΣ ΕΝΤΟΛΑΙΣ ΑΥΤΟΥ ΘΕΛΗΣΕΙ ΣΦΟΔΡΑ
Marquee by Copy Paste

Σελίδες

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’


Η ΠΥΛΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΚΕ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε'

Στο δρόμο για την Αγχόνη

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη
Γρηγορίου του Ε'


Γεωργίου Πρίντζιπα


        Ένας χτύπος στην πόρτα τον ξύπνησε από το λήθαργο που είχε πέσει. Το φως του ήλιου έμπαινε χαρωπό στο δωμάτιο. «Κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω», σκέφτηκε. Έκανε να σηκωθεί, μια δύναμη τον κρατούσε δεμένο στο κρεβάτι. Μια ανεμελιά, μια βαριεστημάρα που έρχεται μετά τη μεγάλη κούραση. Γύρισε το βλέμμα του προς το παράθυρο και κοίταζε πέρα τον καθάριο ουρανό. «Γιορτάζει κι αυτός την Ανάσταση». Έχει προσέξει, πως κάθε χρόνο τέτοια μέρα ο καιρός ντύνεται στις ανοιξιάτικες ομορφάδες του, όσο κι αν τους έχει ταλαιπωρήσει τις προηγούμενες μέρες.
Επιτέλους σηκώθηκε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι γενίτσαροι ήταν ακόμη στην αυλή.

Ο χτύπος στην πόρτα ακούστηκε πάλι. Φάνηκε, καθώς άνοιξε, ο Διονύσιος με μια κούπα ζωμό. Του πήγε, λέει, να πιεί λίγο να στηλωθεί. Την πήρε στα χέρια του χαμογελώντας.
Τι τα θέλαμε τώρα αυτά; σιγομίλησε.
Την έφερε στο στόμα μα ίσα που έβρεξε τα χείλη και μετά τη γύρισε πάλι στο Διονύσιο. Εκείνη την ώρα μπήκε ο Σωφρόνιος.
Παναγιώτατε, ο Μεγάλος Διερμηνέας σας περιμένει, του είπε.
Ο Σταυράκης Αριστάρχης; Ετοιμάζομαι να έλθω.
Ντύθηκε στα επίσημα και πήγε στο Συνοδικό, όπου περίμενε ο νέος Μεγάλος Διερμηνέας. Μόλις τον είδε αμέσως του έκανε εντύπωση η αμηχανία, η νευρικότητα, η ανησυχία του. Με φωνή, που μόλις ακουγόταν, απάντησε στον αναστάσιμο χαιρετισμό του κι όταν του πρόσφερε κάθισμα, αρνήθηκε προτίμησε να σταθεί όρθιος. Ήταν πια βέβαιος. Αυτό το ταραγμένο πλάσμα απέναντί του, επιβεβαίωνε τους φόβους του.
Ο Αριστάρχης άρχισε να βγάζει με κόπο τις λέξεις απ΄ το στόμα του.
Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σας ανακοινώσω. Ζήτησα να έλθουν και οι άλλοι αρχιερείς.
Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου, αποκρίθηκε.

Δεν είχε πια αμφιβολία. Η ώρα που περίμενε χρόνια, η ώρα του είχε φτάσει. Η τύχη του είχε πια καθορισθεί. Ο Σουλτάνος τον είχε καταδικάσει. Το περίμενε. Απ' την πρώτη μέρα μάλιστα που άρχισε η κρίση. Προσπάθησε, χωρίς καμιά ελπίδα, να ημερέψει τους Τούρκους, όχι για δικό του καλό, μα για τη σωτηρία των Χριστιανών που ζουν κάτω απ το μαχαίρι τους. Προσπάθησε ν' απαλύνει την ατμόσφαιρα, που γινόταν όλο και πιο βαριά. Μάταιος κόπος. Η αμάχη τούτη δεν ήταν όπως οι περασμένες. Χρησιμοποίησε την πειθώ. Άδικα. Τη λογική. Τίποτα. Κι αυτός κι οι ρωμηοί, η μυλόμετρα που κρεμιέται απ το λαιμό του, ήταν ανίσχυροι, αδύναμοι, μπροστά στην καταιγίδα που ερχότανε. Πολλές φορές του πέρασε η τρελή ιδέα: να μιλήσει στο Βεζύρη λεύτερα, ντόμπρα. Να τον ελέγξει για τις αδικίες, τα κρίματά του. Άλλαξε αμέσως γνώμη. Θα ήταν άστοχο. Αυτές οι χιλιάδες χριστιανοί που έμνησκαν ανήμπορα σφαχτάρια στο μεγάλο μαντρί, που λέγεται Βασιλεύουσα, αυτοί οι Έλληνες που ζουν με την αγωνία της σφαγής, αυτοί του κρατούσαν σφαλισμένη την επιθυμία. Έφτασε ίσαμε το έσχατο σημείο υπακοής, μόνο και μόνο για να σώσει το λαό από την τελειωτική σφαγή. Κάτι κατάφερε. Δόξα τω Θεώ! Τα λοιπά δεν τον απασχολούν. Τα περίμενε. Μέσα του είχε ηρεμήσει, είχε αναπαυθεί. Έκανε αυτό που έπρεπε. Φεύγει ικανοποιημένος. Και λεύτερος.

Σ' όλη του τη ζωή, απ' τα πρώτα χρόνια του, όσα μπορεί να θυμηθεί, ίσαμε τώρα τα στερνά, πρώτη φορά αισθάνεται τι θα πει λευτεριά. Ναι, τώρα είναι πια ελεύθερος. Μέσα του αισθανόταν μια άνεση, μια απελευθέρωση. Ολότελα αδιάφορος κοίταξε τους Τούρκους να εισβάλλουν στο Συνοδικό. Το ίδιο αδιάφορα άκουγε τον Αριστάρχη να διαβάζει το φιρμάνι για την εκθρόνησή του. Ούτε καν που πρόσεχε τι λέει. Εδώ κι εκεί άκουγε σκόρπιες λέξεις: «εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου... άπιστος προς την Πύλην ...ραδιούργος». Γύρω του οι άλλοι δεσποτάδες και οι πρόκριτοι άκουγαν ωχροί, έντρομοι, τις βαριές κατηγορίες.
Σαν τέλειωσε ο Μεγάλος Διερμηνέας φάνηκαν οι τρεις αξιωματικοί του τρόμου. Η παρουσία και των τριών μαζί γιόμιζε φόβο και δέος την ψυχή του λαού. Ήταν σημάδι πως κάποιον άρχοντα έπαιρναν για εκτέλεση.
Οι τρεις αξιωματικοί μπήκαν στο Συνοδικό, αγέρωχοι, σοβαροί, αυστηροί. Ήταν ο γενιτσάραγας, ο αρχηγός των γενιτσάρων, ο μποσταντζήμπασης, ο αρχιδεσμοφύλακας, κι ο κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος. Κοίταξαν γύρω τους άγρια σαν το αρπαχτικό πουλί, που από ψηλά εποπτεύει τη γη μήγαρις και βρει κάτι ν' αρπάξει. Τα μάτια που έσφαζαν στάθηκαν στο Γρηγόριο. Ο γενιτσάραγας, πιο άγριος απ' τους άγριους, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στον Πατριάρχη.
Έλα μαζί μας, του φώναξε.
Γιατί τόση φασαρία; του μίλησε ήρεμα. Όποτε θέλατε μπορούσατε να μ' έχετε στο χέρι. Τι θέλατε τόσο στρατό. Τι φοβηθήκατε από ένα γέρο
άνθρωπο;
Τώρα κουβέντα θα κάνουμε; Μπρός έλα!

Οι βάρκες έπιασαν στην αποβάθρα έξω από τις φυλακές. Μ ένα πήδο βγήκαν στη στεριά όλοι οι ένοπλοι. Σχεδόν σπρώχνοντας έβγαλαν και τον ατάραχο Πατριάρχη. Τον έπιασε ο μποσταντζήμπασης, απ' το μπράτσο, και τον οδήγησε στην είσοδο της φυλακής. Πριν μπουν τον κράτησε λίγο απομακρύνοντάς τον έτσι απ' τους άλλους.
Μη φοβάσαι. Θα ξαναγίνεις Πατριάρχης, του ψιθύρισε φιλικά.
Που; εδώ;
Ρώτησε κι έδειξε τη φυλακή που ορθωνόταν μπροστά του.
Πέρασαν τη μεγάλη πόρτα και πήγαν στο κονάκι του μποσταντζήμπαση. Μπήκαν μέσα μόνο οι αξιωματικοί, ενώ οι στρατιώτες φύλαγαν απ' έξω. Τον έβαλαν να καθίσει. Οι ίδιοι στάθηκαν όρθιοι γύρω του. Ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στα πρόσωπά τους. Πρώτος μίλησε ο γενιτσάραγας.
Τι κακό είν' αυτό που μας βρήκε, μωρέ, Πατρίκ εφέντη; Καλά δεν είμαστε ως τώρα; Ποιος σας σήκωσε τα μυαλά; Πικράθηκε κι ο πολυχρονεμένος Πατισάχ.
Είχε το κεφάλι χαμηλωμένο κι έδειχνε να μην προσέχει αυτά που ακούει.
Η σειρά του κεσεδάρη:
Όλοι μας πικραθήκαμε. Μεγάλη προδοσία, Πατρίκ εφέντη, μεγάλη προδοσία! Οι δικοί σου ήταν καλοί άνθρωποι, τώρα γιατί έγιναν αχάριστοι;
Ο μποσταντζήμιτασης:
Δεν φταίνε αυτοί. Ο αρχηγός τους φταίει. Έμαθα πως θέλει να χτυπήσει τη Σταμπούλ, να σφάξει το σουλτάνο!
Μπα, τον γκιαούρη, ξεφώνισαν υποκριτικά οι άλλοι.
Και που βρίσκεται τώρα; ρώτησε ο γενιτσάραγας.
Ο μποσταντζήμπασης έδειξε τον Πατριάρχη:
Τούτον δω ρώτα. Ο Γρηγόριος συνέχιζε να μένει στη σιωπή του.
Κάπου εδώ γύρω έχουν όπλα.
Θα μας χαλάσουν όλους;
Καταπώς φαίνεται!
Που είναι τα όπλα, μπρε, Πατρίκ εφέντη; Πες μας να τρέξουμε να τα βρούμε, να προκάμουμε να σώσουμε τον κοσμάκη! Όσο κι αν προσπαθούσε ο κεσεδάρης δεν κατάφερε να φανεί αληθινό το ενδιαφέρον του.
Σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του ήταν φλογισμένο απ' την οργή πού μόλις συγκρατούσε. Τους κοίταξε έντονα και μετά έβγαλε ένα βρυχηθμό.
Υποκριταί!
Δεν κατάλαβαν. Τους μίλησε στη γλώσσα τους.
Ψεύτες, κατεργάρηδες, μπαμπέσηδες.
Άστραψε ένας μπάτσος κι έπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ο γενιτσάραγας τον έπιασε απ τα γένια.
Άκου, Πατριάρχη, του είπε τρίζοντας τα δόντια, εδώ δεν περνούν οι φωνές. Μίλα, μολόγα, για να σωθείς.
Ο μποσταντζήμπασης έκανε πάλι τον καλό:
Μίλησε, να ξαναγίνεις Πατριάρχης. Ποιος θέλει το κακό σου;
Τους κοίταξε με περιφρόνηση. Απ' τη στιγμή εκείνη δεν άνοιξε το στόμα του ούτε για μια φορά. Γύριζαν και ξαναγύριζαν στις ίδιες ερωτήσεις. Που βρίσκεται ο αρχηγός; Που είναι τα όπλα; Πότε θα μπουν στη Βασιλεύουσα; Πότε θα κάνουν ζορμπαλίκι οι ραγιάδες εδώ; Έχουν σκοπό να σκοτώσουν και τον Πατισάχ; Τους κοίταγε ατάραχος, μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο. Έχασαν την υπομονή τους. Άρχισαν να βρίζουν, να απειλούν. Ο μποσταντζήμπασης άφησε κατά μέρος το φιλικό ύφος.
Σε μας δεν μιλάς; του είπε. Δεν ξέρεις πως έχουμε τη δύναμη να σε ξεκάνουμε;
Μίλα, παλιόγερε, μαρτύρα! Ο κεσεδάρης όρμησε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο.
Τον σταμάτησε το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας. Φάνηκε ένας νεαρός αξιωματικός, που έδωσε ένα χαρτί στο γενιτσάραγα. Το πήρε αυτός και του έριξε μια ματιά.
Ώρα να πηγαίνουμε, είπε.
Βγήκαν έξω αναψοκοκκινισμένοι απ τις φωνές. Ο μόνος ήρεμος ήταν ο Πατριάρχης. Αμέσως τον έπιασαν οι στρατιώτες και του έδεσαν τα χέρια. Μετά τραβώντας τον οδήγησαν στην αποβάθρα, όπου περίμεναν οι βάρκες. Πιο κει ήταν και οι ρωμηοί, που τον είχαν ακολουθήσει απ' το Φανάρι. Πρώτος έτρεξε κοντά του ο Διονύσιος, μετά και οι άλλοι, μα τους εμπόδισαν οι γενίτσαροι να πλησιάσουν. Σαν τους είδε, στάθηκε και τους κοίταξε με αγάπη. Βούρκωσαν τα μάτια του και με σπασμένη απ τη συγκίνηση φωνή τους είπε:
Συγχωράτε με, αν σας έβλαψα. Και να έχετε την ευχή μου.
Καθώς τον έριχναν στη βάρκα έβαλε μια φωνή που ακούστηκε να υψώνεται πάνω από την ίδια του την αγωνία.
Χριστός Ανέστη, παιδιά!

Ο ήλιος κατάκαιγε τη φύση πάνω απ το μεσουράνημα του. Μια ζέστη πνιγηρή σου έκοβε την ανάσα, καθώς δεν φυσούσε ούτε η ελάχιστη αύρα. Η θάλασσα, η αεικίνητη, έμνησκε μόλις ακίνητη τούτο το μεσημέρι κι έμοιαζε να δυσκολεύει τα πλεούμενα. Κοίταξε το σκούρο βάθος της προσπαθώντας να μαντέψει την υγρή ζωή που έκρυβε στα σπλάχνα της. «Ο τάφος μου», συλλογίστηκε.
 
Οι βάρκες, μετά από ατέλειωτη ώρα, έφθασαν στο Φανάρι, εκεί από όπου είχαν, ξεκινήσει. Από μακριά η παραλία προκαλούσε το φόβο. Όχι μόνο στο αραξοβόλι, μα και πολύ πιο πέρα, την είχαν πλημμυρίσει εκατοντάδες Τούρκοι απ' όλες τις μεριές της Βασιλεύουσας. Το παλιό μίσος, που φώλιαζε στην καρδιά και το καινούργιο, που τους όπλισε τα χέρια, αλάλαζε και γιόμιζε τον αέρα με τρομάρα. Όσο πλησίαζαν μεγάλωναν και τα ουρλιαχτά και πάγωναν το αίμα. Κοντά στην προκυμαία ξεχώριζαν τ' αγριεμένα πρόσωπα. Ήταν νέοι και γέροι που σ' άλλη περίπτωση θα κοίταγαν τη δουλειά τους, πως δηλαδή να βγάλουν τον επιούσιο για τις φαμελιές τους. Τώρα είχαν κατέβη στη θάλασσα να βγάλουν το άχτι τους. Με φωνές, με μανία, άρχισαν να σπρώχνονται ποιος θα πρωτογραπώσει τον Πατριάρχη. Μερικοί, οι ακριανοί, έχασαν την ισορροπία τους και βρέθηκαν στο νερό.

Σαν είδε ο γενιτσάραγας την αναστάτωση του όχλου, έδωσε διαταγή να βγουν πρώτα τα οπλισμένα ασκέρια, ν' ανοίξουν δρόμο και μετά να πιάσει η βάρκα με τον αιχμάλωτο. Βγήκαν τω όντι οι γενίτσαροι κι άρχισαν να διώχνουν με κόπο τους αγριεμένους. Όμως τα χέρια δεν έφταναν για τέτοια δουλειά γι' αυτό έσυραν τα όπλα. Όταν άνοιξαν το πέρασμα, έπιασε και η βάρκα στην αποβάθρα. Με βία άρπαξαν το Γρηγόριο και τον πέταξαν στη στεριά.
Βλέποντας αυτός τον κόσμο συναγμένο εκεί, στον παλιό τόπο που γίνονταν οι εκτελέσεις, έκανε το σταυρό του, γονάτισε κι έσκυψε τον αυχένα, περιμένοντας το δήμιο να του πάρει το κεφάλι. Τότε ο μποσταντζήμπασης, του έδωσε μια γερή κλωτσιά που τον σώριασε καταγής.
Σήκω, του φώναξε, δεν είναι εδώ ο τόπος σου.

Ξεκίνησαν το μικρό ανήφορο που βγάζει στα Πατριαρχεία. Θες η κούραση, θες η ταλαιπωρία, θες η νηστεία που πέρασε, θες όλα μαζί, απόκαμαν το γέρικο κορμί του. Σαν είδαν οι στρατιώτες να ποδοσέρνεται, άρχισαν να τον τραβούν, να τον σπρώχνουν, να τον χτυπούν και, όταν κατάλαβαν πως τίποτα πια δεν γίνεται, τον άρπαξαν δυό χεροδύναμοι απ τις αμασχάλες και σέρνοντας σχεδόν τον έφεραν ίσαμε την πόρτα του Πατριαρχείου. Τον άφησαν πιο κει να στέκεται ανάμεσα στους στρατιώτες, ενώ οι δήμιοι άρχισαν να στήνουν την αγχόνη στο ανώφλι της μεσαίας πύλης. Με μαστοριά άνοιξαν μια τρύπα κι έχωσαν το χοντρό δοκάρι. Μετά ένα-ένα όλα τα εξαρτήματα. Στο τέλος προσάρμοσαν ένα χοντρό σκοινί με τη θηλειά στη μια του άκρη.
 
Με σκυμμένο το κεφάλι, εκεί μπροστά στο Πατριαρχείο, ο Γρηγόριος ζούσε τις τελευταίες στιγμές του. «Ο καιρός της ενδεκάτης ώρας της ματαίας ζωής μου». Ο λόγος πέρασε σαν αστραπή απ το μυαλό του. Δεν θυμότανε που τον άκουσε, που τον διάβασε. Και τι σημασία έχει; Η αγωνία του ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ένας κρύος ιδρώτας γιόμισε το κορμί του και τα πόδια του έπαυσε να τα ορίζει. Την ώρα αυτή, «την ενδεκάτη ώρα», το μυαλό του έμοιαζε να κολυμπάει σ ένα απροσδιόριστο κενό. Μπροστά έβλεπε το θάνατο να έρχεται καλπάζοντας. Η «ενδεκάτη ώρα». Προθάλαμος της δωδεκάτης, που είναι η πόρτα για την Αιώνια Ώρα. Γι' αυτήν την ώρα ετοιμαζότανε σ' όλη τη ζήση του. Και ιδού! Την περιμένει τώρα σφιχτοδεμένος. «Τι είναι ο θάνατος;». Το ερώτημα, που τον βασάνιζε, πρόβαλλε και πάλι. «Τι αισθάνεται κανείς όταν πεθαίνει; Τι αισθάνεται όταν γεννιέται;». Μπροστά στη μεσαία πύλη οι δήμιοι ετοιμάζονταν να του δώσουν την απάντηση.

Μέσα στις φωνές χωρίς νόημα, που τον κύκλωναν, μία του έκοψε τις σκέψεις: Περιμένετε. Σε λίγο θα βγάλουν το νέο πατριάρχη.
Ο νέος Πατριάρχης! Ο διάδοχος του! Ποιος να είναι άραγε; «Δεν έχασαν την ευκαιρία»! Ο λογισμός ήλθε σουβλερός στο μυαλό του. «Τι σκέφτομαι; Πίσω μου σ' έχω σατανά! Η Εκκλησία θα συνεχίσει το δρόμο της», συλλογίστηκε. Αιώνες τώρα οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Αυτή όμως μένει και θα μένει. Αιώνες τώρα τούτο το Πατριαρχείο στέκει αντάμα με την αρυτίδωτη Πόλη του, σε δόξες και σε ταπεινώσεις. Το ίδιο θα κάνει και μετά απ αυτόν. Ο Πατριάρχης δεν είναι παρά ένας κρίκος μιας απέραντης αλυσίδας, που το πλέξιμο της ξέρει μόνο ο Θεός πότε θα σταματήσει. Φεύγει ο ένας και την ίδια ώρα έρχεται κάποιος άλλος. Τι κι αν κακοπαθεί; Τι κι αν οι Τουρκοι ετοιμάζουν το χαμό του; Δεν είναι ο μοναδικός μέσα στην ιστορία. Κι άλλοι Πατριάρχες γεύτηκαν την ίδια ταπείνωση. Το Φανάρι έχει ποτισθεί με αίμα γι αυτό κι οι ρίζες του έγιναν τόσο γερές. Να αντέχει τις καταιγίδες που του κουβαλεί η μοίρα του. Να καρπίζει το δέντρο της πίστης και να είναι έτοιμο για τις περιπέτειες του κόσμου έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα.

Η ατέλειωτη μέρα έπαιρνε σιγά-σιγά τα μάτια της πάνω από την Πόλη. Η προετοιμασία του δειλινού είχε αρχίσει. Η ώρα του Λυχνικού! Μια νευρικότητα, μια αδημονία, ένα άγχος, είχε κυριέψει στρατιώτες και αξιωματικούς. Κι αυτός ο όχλος είχε πια αποκάμει να ξεφωνίζει κι έμνησκε σιωπηλός αναμένοντας να τελειώσει το θέαμα. Όταν φάνηκε ένας νεαρός αξιωματικός. Κάτι είπε κι όλοι έτρεξαν προς το μέρος του. Το ξύπνημα απ το λήθαργο της αναμονής πέρασε και στον όχλο, που άρχισε με μιας τους αλαλαγμούς.

Ο κεσεδάρης πλησίασε κοντά και τον άρπαξε με μίσος από το ράσο. Η όψη του πέρασε γρήγορα από την ηρεμία στην αγριάδα.
Ήρθε η ώρα σου, γκιαούρ, του είπε.
Με σπρωξιές και βρωμόλογα τον έφερε στη μεσαία πόρτα ακριβώς κάτω από την αγχόνη. Τον άφησε εκεί και στάθηκε πιο πέρα. Ήταν η σειρά του γενιτσάραγα να μπει στη σκηνή. Με επίσημο ύφος άρχισε να διαβάζει την καταδικαστική απόφαση του Σουλτάνου:
«Ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης δεν ηδυνήθη να συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού, επιχειρηθείσαν υπό διαφόρων διεφθαρμένων προσώπων, επιλαθομένων εαυτών... Ένεκα της διαφθοράς της καρδίας του αυτού ου μόνον δεν εγνωστοποίησεν, ουδ' ετιμώρησεν τους απλούς ανθρώπους, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως... Επειδή δε επείσθημεν πανταχόθεν περί της προδοσίας αυτού, αναγκαίον κατέστη όπως αφαιρεθή το σώμα του από της γης, και δια τούτο απηγχονίσθη, ίνα χρησιμεύση παράδειγμα δια τους λοιπούς».

Κανείς δεν πρόσεχε. Ήταν μια τυπική διαδικασία. Ο όχλος φώναζε ξέφρενα, οι στρατιώτες κατάκοποι παρακάλεγαν να τελειώσουν, να γυρίσουν πίσω στους στρατώνες, οι δήμιοι αδημονούσαν για την τελική πράξη κι ο Γρηγόριος συνέχιζε ν' αδιαφορεί για τα γινόμενα. Μόνος ανάμεσα σε τόσον κόσμο, κλεισμένος στις σκέψεις και τις προσευχές του, έμοιαζε μ' απλό παρατηρητή στο δικό του δράμα. Για μια στιγμή, γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και μετά τα σφάλισε μη θέλοντας να δει τις τόσες αηδίες γύρω του.
Όταν τέλειωσε ο γενιτσάραγας, ακούστηκε η φωνή του μποσταντζήμπαση:
Άτιμε, προδότη, αχάριστε. Κρεμάστε τον να τελειώνουμε.

Οι στρατιώτες άρχισαν να του δένουν χέρια και πόδια καταπώς γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όση ώρα χρειάστηκαν για τη δουλειά αυτή, μια απέραντη σιγή είχε απλωθεί στο θορυβώδες πλήθος. Κανείς δεν ακουγόταν. Όλοι παρακολουθούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Οι δήμιοι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν το σχοινί, όταν ακούστηκε μια γυναικεία φωνή απ απέναντι. Μια φωνή, που τάραξε τη σιωπή, έσκισε τον αγέρα κι ακούστηκε σ' όλα τα γύρω ρωμαίικα σπίτια, που βουβά παρακολουθούσαν την τραγωδία:
Θεέ μου. Κρεμούν τον Πατριάρχη!

Στα παράθυρα ξεπρόβαλαν δειλά τα φοβισμένα πρόσωπα, που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μεσαία πόρτα. Ο θρήνος, που τις μέρες αυτές είχε θρονιασθεί στις ψυχές, γίνηκε τώρα κλάμα γοερό, κοπετός και μοιρολόγι.
Ο κεσεδάρης στάθηκε απέναντί του και επιθεωρούσε αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε. Μετά έγνεψε ν' αρχίσουν. Ένας του πέρασε τη θηλειά στο λαιμό, την έσφιξε και τη δοκίμασε. Μετά τρεις χεροδύναμοι τράβηξαν απότομα την άλλη άκρη του σχοινιού. Το γέρικο σώμα πετάχτηκε απότομα
ψηλά. Άρχισε να σπαρταρά, μία, δύο, τρεις φορές. Ο Πατριάρχης ήταν νεκρός.

Ένα ξέφρενο ξεφωνητό γιόμισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Οι στρατιώτες έσυραν τα σπαθιά τα ύψωσαν θριαμβευτικά και αλάλαζαν μαζί με τον όχλο. Άλλοι πανηγυρίζοντας έρριχναν στον αέρα κουμπουριές. Τους είπαν πως αυτός είναι ο φταίχτης για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων και δεν είχαν λόγο να μην το πιστεύσουν. Τους είπαν πως ο Αλλάχ θέλει εκδίκηση και δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Μπροστά τους κρεμόταν ο ένοχος. Ο καθένας ποθούσε να πάει απ' το δικό του χέρι. Κι αν αυτό δεν ήταν μπορετό πριν, τώρα που κρεμόταν άψυχος στη μεσαία πόρτα μπορούσαν να του ρίξουν το δικό τους ανάθεμα για να ησυχάσει κι η συνείδησή τους.
Μερικοί έμειναν μόνο στις βρισιές. Οι πιο πολύ σπρώχνονταν να ζυγώσουν, για να χτυπήσουν τον νεκρό, να του πετάξουν μια πέτρα, ν' ασχημονήσουν. Έλεγες πως ήθελαν για δεύτερη φορά να τον σκοτώσουν. Ακόμη και κυρτωμένοι γέροντες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ένας μάλιστα άρχισε να χτυπά με τόση μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, που έπεσε κάτω λιπόθυμος. Νόμισαν πως έπαθε αποπληξία! Λένε πως κάπου εκεί, σε μια γωνία, μέσα απ την άμαξά του, παρακολουθούσε ο ίδιος ο Βεζύρης.
 
Τρεις μέρες κρεμόταν ο Πατριάρχης μπρός στη μεσαία πόρτα. Την πόρτα που είχε διαβεί αναρίθμητες φορές, από νεαρό σκολιαρόπαιδο, που θαμπωμένο πρωτοείδε το Φανάρι, ίσαμε γέρος Πατριάρχης που μπαινόβγαινε ανυποψίαστος για τον προορισμό της. Τώρα το νεκρό σώμα του έμοιαζε ν' απαγορεύει τη διέλευση, φύλακας και σεβάσμιο προσκυνητάρι της. Ήταν ένα εμπόδιο που θα την κρατούσε αιώνια κλειστή. Από κείνη τη μέρα κανείς δεν την ξαναπέρασε. Έκλεισε για όλους και για πάντα.

Την τρίτη μέρα πήγε στο Βεζύρη ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος μαζί με το Σταυράκη Αριστάρχη. Με χίλια παρακάλια ζήτησε το σώμα του νεκρού να το θάψει. Αρνήθηκε. Παρακάλεσαν και πάλι. Τους έδιωξε.
Φύγετε από δω. Είναι προδότης και τους προδότες τους ρίχνουν στα σκυλιά.
Πήγαν στο Σουλτάνο. Ούτε που τους δέχτηκε.
Ο πολυχρονεμένος Πατισάχ δεν πρόκειται να ματαμιλήσει σε γκιαούρηδες, τους είπε ένας αξιωματικός.
Απελπισμένοι γύρισαν στο Πατριαρχείο. Συνάχθηκαν κι οι άλλοι δεσποτάδες κι έκαναν την κηδεία του με το νεκρό να κρέμεται στη μεσαία πόρτα. «Οι την οδόν την στενήν βαδίσαντες και σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες, και προς ζωήν την αγήρω άγιοι και αΐδιον μετατεθέντες». Η ιδιότυπη κηδεία έγινε ένα θρηνητικό δοξαστικό για το μάρτυρα.
 
Την ίδια ώρα οι Τούρκοι κατέβαζαν το σώμα απ' την αγχόνη. Πίσω τους περίμενε μια ομάδα Εβραίων. Μόλις τέλειωσαν, τους είπε ένας αξιωματικός.
Πάρτε το σκυλί και ρίχτε το στη θάλασσα.


Περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2004
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...