Στις
23 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας εορτάζει την Σύλληψη του Τιμίου
Προδρόμου. O Τίμιος Πρόδρομος είναι η μεγαλύτερη μορφή της Εκκλησίας μας
κατά την αψευδή μαρτυρία του Ιησού Χριστού: «δεν υπάρχει ανάμεσα στους
ανθρώπους που γεννήθηκαν από γυναίκα μεγαλύτερος από τον Άγιο Ιωάννη τον
Πρόδρομο» (Ματθ. 11,11). Για το λόγο αυτό η Εκκλησία μας τιμά εξόχως
τον Τίμιο Πρόδρομο και αφιερώνει κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού
έτους τις εξής εορτές προς τιμή του: 7 Ιανουαρίου η Σύναξις του
Προδρόμου, 24 Φεβρουαρίου 1η και 2η εύρεση της Τιμίας Κάρας του, 25
Μαῒου 3η εύρεση της Τιμίας Κάρας του, 24 Ιουνίου το Γενέθλιόν του, 29
Αυγούστου Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του και 23 Σεπτεμβρίου η σύλληψή
του από την μητέρα του Αγία Ελισάβετ. Ο Τίμιος Πρόδρομος υπήρξε ο
τελευταίος των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ταυτόχρονα και ο
άνθρωπος του Θεού, ο απεσταλμένος που προετοίμασε την έλευση του
Μεσσία: «ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος
κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου» (Μαρκ. 1,2).
Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την Προς Γαλάτας Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και αναφέρεται στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη και στο κατά πόσον είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία η τήρηση των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου.
Από πολύ νωρίς μέσα στην Εκκλησία δημιουργήθηκε το πρόβλημα της υποχρεωτικής, ή μη τήρησης ορισμένων διατάξεων του Νόμου και ιδιαίτερα της περιτομής και της αργίας του Σαββάτου. Οι «ιουδαΐζοντες» Χριστιανοί, υποστήριζαν ότι οι «εξ εθνών» Χριστιανοί, παράλληλα προς την χριστιανική πίστη, έπρεπε απαραίτητα να τηρούν και την περιτομή και την αργία του Σαββάτου. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του επιχειρεί να ανατρέψει την άποψη αυτή και με επιχειρήματα αποδεικνύει ότι οι ιουδαϊκές αυτές συνήθειες όχι μόνο δεν οδηγούν στη σωτηρία, αλλά αντίθετα υποδουλώνουν τον άνθρωπο σε κάποιες τυπικές διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου. Οι διατάξεις αυτές οδηγούν και πάλι τον άνθρωπο στη δουλεία και του στερούν την ελευθερία που μας χάρισε ο Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του. Άλλωστε ο Νόμος, η Παλαιά Διαθήκη είναι το στάδιο της προετοιμασίας των ανθρώπων, για να δεχθούν τη λύτρωση και τη σωτηρία. Η προσκόλληση στις διατάξεις του Νόμου συνιστά επιστροφή στη ζωή της δουλείας και όχι στη ζωή της ελευθερίας που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός.
Για να τεκμηριώσει την άποψή του αυτή ο Απόστολος Παύλος αναφέρει το παράδειγμα των παιδιών του Αβραάμ: «έχει γραφεί στο νόμο ότι ο Αβραάμ απέκτησε δύο γιους, τον Ισμαήλ από τη δούλη του Άγαρ, και τον Ισαάκ από την ελεύθερη Σάρρα». Κατά συνέπεια τα δύο αυτά παιδιά δεν ήταν της ίδιας αξίας, διότι ο γιος της δούλης ήταν δούλος και ο γιος της ελευθέρας ήταν ελεύθερος και κληρονόμος. «Αλλ’ ο μεν γιος της δούλης γεννήθηκε με φυσικό τρόπο, σύμφωνα με το νόμο της σάρκας, ενώ αντιθέτως ο γιος της ελευθέρας γεννήθηκε με τη δύναμη μιας υπόσχεσης που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ».
Και συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος: «Αυτά όμως, το πώς δηλαδή γεννήθηκε ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, έχουν αλληγορική σημασία». Παρόλο που είναι ιστορικά γεγονότα, εντούτοις προεικονίζουν γεγονότα της νέας διαθήκης. Διότι οι δύο αυτές γυναίκες, η Άγαρ, που γέννησε τον Ισμαήλ, και η Σάρρα που γέννησε τον Ισαάκ, είναι εικόνες των δύο Διαθηκών. Η μία η Άγαρ εικονίζει τη διαθήκη, που δόθηκε στο όρος Σινά, και γεννάει παιδιά δούλους, χωρίς ελευθερία. Η Άγαρ είναι το όρος Σινά, το γνωστό βουνό της Αραβίας, πάνω στο οποίο δόθηκε ο νόμος του Μωϋσή. Είναι η επίγεια Ιερουσαλήμ, στην οποία δόθηκε ο νόμος του Σινά, η οποία είναι υπόδουλη μαζί με τους κατοίκους της, όπως και η ίδια η Άγαρ ήταν δούλη. Αντίθετα η άνω Ιερουσαλήμ, δηλαδή η Εκκλησία, είναι ελεύθερη. Αυτή είναι η μητέρα όλων των πιστών. Την χαρακτηρίζει μητέρα ο Απόστολος Παύλος, διότι έτσι την ονομάζει και ο Προφήτης Ησαΐας: «γέγραπται γαρ∙ ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα, ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα∙ ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα».
Ο Απόστολος Παύλος στο θέμα αυτό ακολουθεί τον Προφήτη Ησαΐα και παρομοιάζει τις δυο Διαθήκες σαν τις δυο γυναίκες του Αβραάμ τη δούλη Άγαρ και την ελευθέρα Σάρρα. Ωστόσο η θέση αυτή του Αποστόλου Παύλου δεν καταργεί τη σημασία της Παλαιάς Διαθήκης έναντι της Καινής, αλλά υποδεικνύει ότι η τυπική προσκόλληση σε ορισμένες διατάξεις του Νόμου οδηγεί τον άνθρωπο στη δουλεία και του στερεί την εν Χριστώ ελευθερία. Άλλωστε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ξεκαθάρισε το θέμα αυτό: «μή νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (Ματθ. 5,17). Ο Ιησούς Χριστός ήλθε για να εκπληρώσει την «επαγγελία», την υπόσχεση του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, ότι θα αποστείλει τον Μεσσία, τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου. Έτσι λοιπόν η μεν Παλαιά Διαθήκη προφητεύει για την έλευση του Μεσσία και προετοιμάζει τον κόσμο για την υποδοχή Του, η δε Καινή Διαθήκη μας λέει για την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο Τίμιος Πρόδρομος, τη Σύλληψη του οποίου εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας, υπήρξε το πρόσωπο και το σημείο της ένωσης των δυο Διαθηκών. Είναι ο Προφήτης που έκλεισε τον κύκλο των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και άνοιξε το δρόμο για την έλευση του Μεσσία στον κόσμο.
Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την Προς Γαλάτας Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και αναφέρεται στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη και στο κατά πόσον είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία η τήρηση των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου.
Από πολύ νωρίς μέσα στην Εκκλησία δημιουργήθηκε το πρόβλημα της υποχρεωτικής, ή μη τήρησης ορισμένων διατάξεων του Νόμου και ιδιαίτερα της περιτομής και της αργίας του Σαββάτου. Οι «ιουδαΐζοντες» Χριστιανοί, υποστήριζαν ότι οι «εξ εθνών» Χριστιανοί, παράλληλα προς την χριστιανική πίστη, έπρεπε απαραίτητα να τηρούν και την περιτομή και την αργία του Σαββάτου. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του επιχειρεί να ανατρέψει την άποψη αυτή και με επιχειρήματα αποδεικνύει ότι οι ιουδαϊκές αυτές συνήθειες όχι μόνο δεν οδηγούν στη σωτηρία, αλλά αντίθετα υποδουλώνουν τον άνθρωπο σε κάποιες τυπικές διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου. Οι διατάξεις αυτές οδηγούν και πάλι τον άνθρωπο στη δουλεία και του στερούν την ελευθερία που μας χάρισε ο Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του. Άλλωστε ο Νόμος, η Παλαιά Διαθήκη είναι το στάδιο της προετοιμασίας των ανθρώπων, για να δεχθούν τη λύτρωση και τη σωτηρία. Η προσκόλληση στις διατάξεις του Νόμου συνιστά επιστροφή στη ζωή της δουλείας και όχι στη ζωή της ελευθερίας που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός.
Για να τεκμηριώσει την άποψή του αυτή ο Απόστολος Παύλος αναφέρει το παράδειγμα των παιδιών του Αβραάμ: «έχει γραφεί στο νόμο ότι ο Αβραάμ απέκτησε δύο γιους, τον Ισμαήλ από τη δούλη του Άγαρ, και τον Ισαάκ από την ελεύθερη Σάρρα». Κατά συνέπεια τα δύο αυτά παιδιά δεν ήταν της ίδιας αξίας, διότι ο γιος της δούλης ήταν δούλος και ο γιος της ελευθέρας ήταν ελεύθερος και κληρονόμος. «Αλλ’ ο μεν γιος της δούλης γεννήθηκε με φυσικό τρόπο, σύμφωνα με το νόμο της σάρκας, ενώ αντιθέτως ο γιος της ελευθέρας γεννήθηκε με τη δύναμη μιας υπόσχεσης που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ».
Και συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος: «Αυτά όμως, το πώς δηλαδή γεννήθηκε ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, έχουν αλληγορική σημασία». Παρόλο που είναι ιστορικά γεγονότα, εντούτοις προεικονίζουν γεγονότα της νέας διαθήκης. Διότι οι δύο αυτές γυναίκες, η Άγαρ, που γέννησε τον Ισμαήλ, και η Σάρρα που γέννησε τον Ισαάκ, είναι εικόνες των δύο Διαθηκών. Η μία η Άγαρ εικονίζει τη διαθήκη, που δόθηκε στο όρος Σινά, και γεννάει παιδιά δούλους, χωρίς ελευθερία. Η Άγαρ είναι το όρος Σινά, το γνωστό βουνό της Αραβίας, πάνω στο οποίο δόθηκε ο νόμος του Μωϋσή. Είναι η επίγεια Ιερουσαλήμ, στην οποία δόθηκε ο νόμος του Σινά, η οποία είναι υπόδουλη μαζί με τους κατοίκους της, όπως και η ίδια η Άγαρ ήταν δούλη. Αντίθετα η άνω Ιερουσαλήμ, δηλαδή η Εκκλησία, είναι ελεύθερη. Αυτή είναι η μητέρα όλων των πιστών. Την χαρακτηρίζει μητέρα ο Απόστολος Παύλος, διότι έτσι την ονομάζει και ο Προφήτης Ησαΐας: «γέγραπται γαρ∙ ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα, ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα∙ ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα».
Ο Απόστολος Παύλος στο θέμα αυτό ακολουθεί τον Προφήτη Ησαΐα και παρομοιάζει τις δυο Διαθήκες σαν τις δυο γυναίκες του Αβραάμ τη δούλη Άγαρ και την ελευθέρα Σάρρα. Ωστόσο η θέση αυτή του Αποστόλου Παύλου δεν καταργεί τη σημασία της Παλαιάς Διαθήκης έναντι της Καινής, αλλά υποδεικνύει ότι η τυπική προσκόλληση σε ορισμένες διατάξεις του Νόμου οδηγεί τον άνθρωπο στη δουλεία και του στερεί την εν Χριστώ ελευθερία. Άλλωστε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ξεκαθάρισε το θέμα αυτό: «μή νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (Ματθ. 5,17). Ο Ιησούς Χριστός ήλθε για να εκπληρώσει την «επαγγελία», την υπόσχεση του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, ότι θα αποστείλει τον Μεσσία, τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου. Έτσι λοιπόν η μεν Παλαιά Διαθήκη προφητεύει για την έλευση του Μεσσία και προετοιμάζει τον κόσμο για την υποδοχή Του, η δε Καινή Διαθήκη μας λέει για την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο Τίμιος Πρόδρομος, τη Σύλληψη του οποίου εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας, υπήρξε το πρόσωπο και το σημείο της ένωσης των δυο Διαθηκών. Είναι ο Προφήτης που έκλεισε τον κύκλο των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και άνοιξε το δρόμο για την έλευση του Μεσσία στον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου