Ἡ ἀναγκαιότητα γιά μιά ὑπεύθυνη στάση καί μιά συνειδητή πορεία κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή μᾶς ὑποχρεώνει νά θέσουμε τό ἐρώτημα: Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ἱερῆς αὐτῆς περιόδου; Σέ τί συνίσταται ἡ πιό βασική ἐπιδίωξή μας;
Ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό ἀνευρίσκουμε στήν ἐκκλησιαστική μας ὑμνογραφία· στούς ἱερούς ὕμνους μέ τούς ὁποίους κι ἀπόψε κι ὁλόκληρη τήν Τεσσαρακοστή ἀπευθυνόμαστε πρός τόν Τριαδικό Θεό μας.
Οἱ ὕμνοι ἀποτελοῦν τήν ἱερή γλώσσα τῆς λατρείας. Καί σ᾿ αὐτούς ἔχει ἀποταμιευθεῖ ὁ πλοῦτος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Μ᾿ αὐτούς ἐκφράζεται ἡ ἐξαγιασμένη αἴσθηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας, λοιπόν, ἀπό τούς ὕμνους πού ψάλαμε καί πού μᾶς ὑποδεικνύει τί ὀφείλουμε νά πράξουμε καί πῶς θά πρέπει νά βιώσουμε κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι καί τό 1ο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου. Ὁ ὑμνογράφος ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας· ἀπευθύνεται στή συναγμένη Ἐκκλησία καί τήν προτρέπει:
«Ἐγκρατείᾳ τήν σάρκα ταπεινῶσαι πάντες σπουδάσωμεν, τό θεῖον ὑπερχόμενοι στάδιον τῆς ἀμώμου νηστείας...».
Δηλαδή: Καθώς εἰσερχόμαστε στό ἱερό στάδιο τῆς ἄμωμης νηστείας, ἄς ἀγωνιστοῦμε μέ ζῆλο νά ταπεινώσουμε τή σάρκα μέ τήν ἐγκράτεια.
Τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἀναρωτηθοῦμε εἶναι, τί σημαίνει ἐγκράτεια στή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως.
Προκαταβολικά θά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ἐγκράτεια δέν εἶναι μόνο ἡ νηστεία, νοούμενη ἀποκλειστικά ὡς ἀποχή βρωμάτων. Τό περιεχόμενο τῆς ἐγκράτειας, σύμφωνα μέ τή χριστιανική ἐμπειρία, εἶναι πολύ πιό εὐρύ. Αὐτό μᾶς ἐπισημαίνει καί ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ἐγκράτειαν δέ ἡγούμεθα ὁρίζεσθαι οὐ μόνον τήν τῶν βρωμάτων ἀποχήν (τοῦτο γάρ πολλοί καί τῶν παρ᾿ Ἕλλησι φιλοσόφων κατώρθωσαν), ἀλλά πρό γέ πάντων τόν τῶν ὀφθαλμῶν ρεμβασμόν».
Δηλαδή: «Ἡ ἐγκράτεια νομίζουμε πώς δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀποχή τῶν βρωμάτων, τῶν τροφῶν (διότι αὐτό τό κατόρθωσαν καί πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες φιλοσόφους), ἀλλά προπάντων στόν ρεμβασμό τῶν ματιῶν».
Τί, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐγκράτεια; Ἐπικαλοῦμαι δύο πατερικούς ὁρισμούς, ἕναν τοῦ Χρυσοστόμου καί ἕναν τοῦ Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἐγκράτειας.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο «τοῦτο ἐστιν ἐγκράτεια, τό μηδενί ὑποσύρεσθαι πάθει». Ἐγκράτεια εἶναι νά μήν παρασύρεται καί νά μήν ὑποκύπτει ὁ χριστιανός σέ κάποιο πάθος.
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀναλυτικότερος: «Ἔστιν οὖν ἡ ἐγκράτεια», μᾶς λέει, «ἁμαρτίας ἀναίρεσις, παθῶν ἀπαλλοτρίωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι καί αὐτῶν τῶν φυσικῶν παθημάτων τε καί ἐπιθυμιῶν, ζωῆς πνευματικῆς ἀρχῆς, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν πρόξενος, ἐν ἑαυτῇ τό κέντρον τῆς ἡδονῆς ἀφανίζουσα».
Δηλαδή: «Ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀποξένωση ἀπό τά πάθη, ἡ νέκρωση τοῦ σώματος μέχρι τῶν αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν καί λειτουργιῶν· εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, αὐτή πού γίνεται πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀφανίζοντας μέ τή δύναμή της τό κεντρί τῆς φιληδονίας».
Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, στή χριστιανική μας ἐμπειρία εἶναι κάτι πολύ εὐρύτερο ἀπό τή νηστεία τῶν τροφῶν. Ἐκφράζει τό πνεῦμα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα μας. Συγκεφαλαιώνει ὅλα τά ἐπιμέρους στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συναριθμεῖ τήν ἐγκράτεια μεταξύ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,23). Καί ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός «πάντα ἐγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. 9,25).
Ἡ φροντίδα καί ὁ ἀγώνας του εἶναι πῶς νά καταπολεμήσει καί ὄχι νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας (Ρωμ. 13,14). Φοβᾶται μήπως φανεῖ «ἀδόκιμος», ἀκατάλληλος καί ἀσυνεπής, καί γι᾿ αὐτό «ὑπωπιάζει», σκληραγωγεῖ δηλαδή μέ τήν ἄσκηση, τό σῶμα του καί τό «δουλαγωγεῖ», τό ὑποτάσσει, γιά νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες του (Α΄ Κορ. 9,27).Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἐγκράτεια καί τήν ταπείνωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος συχνά παρεξηγεῖται. Καί παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἀπό χριστιανούς, ἀπό ἀνθρώπους δηλαδή πού εἶναι μέλη της.Ἀγνοώντας τό βαθύτερο νόημα τῆς πίστεώς μας καί παρερμηνεύοντας τή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς, μᾶς κατηγοροῦν ὅτι περιφρονοῦμε τό ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρώντας το σάν κάτι τό κακό.Μιά τέτοια ἀντίληψη, ἀπ᾿ ὅποιους κι ἄν ὑποστηρίζεται, ἀποτελεῖ δεινή πλάνη. Γιά τή χριστιανική ἀνθρωπολογία τό σῶμα μας εἶναι κάτι τό ἱερό. Πλασμένο «καλόν λίαν» (Γέν. 1,31), τιμήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀφοῦ κατά τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό ἀνθρώπινο σῶμα.Ἔτσι, μετέχει στόν ἐν Χριστῷ ἁγιασμό καί τό σῶμα πού φέρουμε. Καί αὐτή ἡ συμμετοχή εἶναι πού τό ἀναδεικνύει, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ναό τοῦ Θεοῦ καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α' Κορ. 3,17· 6,19). Καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἐξαγιασμένο μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καί τή ζωοποιό χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τόν παρόντα κόσμο, μέλλει νά μετάσχει καί στήν ἄκτιστη δόξα τῆς θείας Βασιλείας.Ἄν κάτι πολεμοῦμε οἱ χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια, αὐτό δέν εἶναι τό σῶμα ἀλλά «τό φρόνημα τῆς σαρκός» (Ρωμ. 8,6-7)· οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες, ἡ ροπή πρός τή φιληδονία πού μετά τήν πτώση ἐμφιλοχώρησε μέσα μας.Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἐγκράτειά μας, κατά τήν παροιμιώδη διατύπωση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος στό Γεροντικό, δέν ἐπιδιώκουμε νά γίνουμε «σωματοκτόνοι» ἀλλά «παθοκτόνοι». Καί, ὅπως διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς ἐγκράτεια οἱ χριστιανοί δέν ἐννοοῦμε τήν ἀποχή τῶν βρωμάτων «εἰς τό παντελές» -ἀφοῦ κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ στόν θάνατο-, ἀλλά «τήν ἐπιτηδευόμενην ἀποχήν τῶν ἡδέων», ἀποχή πού ἀποσκοπεῖ στήν ὑπερνίκηση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός καί στήν πραγματοποίηση «τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ», πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας.
Προκαταβολικά θά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ἐγκράτεια δέν εἶναι μόνο ἡ νηστεία, νοούμενη ἀποκλειστικά ὡς ἀποχή βρωμάτων. Τό περιεχόμενο τῆς ἐγκράτειας, σύμφωνα μέ τή χριστιανική ἐμπειρία, εἶναι πολύ πιό εὐρύ. Αὐτό μᾶς ἐπισημαίνει καί ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ἐγκράτειαν δέ ἡγούμεθα ὁρίζεσθαι οὐ μόνον τήν τῶν βρωμάτων ἀποχήν (τοῦτο γάρ πολλοί καί τῶν παρ᾿ Ἕλλησι φιλοσόφων κατώρθωσαν), ἀλλά πρό γέ πάντων τόν τῶν ὀφθαλμῶν ρεμβασμόν».
Δηλαδή: «Ἡ ἐγκράτεια νομίζουμε πώς δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀποχή τῶν βρωμάτων, τῶν τροφῶν (διότι αὐτό τό κατόρθωσαν καί πολλοί ἀπό τούς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες φιλοσόφους), ἀλλά προπάντων στόν ρεμβασμό τῶν ματιῶν».
Τί, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐγκράτεια; Ἐπικαλοῦμαι δύο πατερικούς ὁρισμούς, ἕναν τοῦ Χρυσοστόμου καί ἕναν τοῦ Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά κατανοήσουμε τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἐγκράτειας.
Κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο «τοῦτο ἐστιν ἐγκράτεια, τό μηδενί ὑποσύρεσθαι πάθει». Ἐγκράτεια εἶναι νά μήν παρασύρεται καί νά μήν ὑποκύπτει ὁ χριστιανός σέ κάποιο πάθος.
Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ἀναλυτικότερος: «Ἔστιν οὖν ἡ ἐγκράτεια», μᾶς λέει, «ἁμαρτίας ἀναίρεσις, παθῶν ἀπαλλοτρίωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι καί αὐτῶν τῶν φυσικῶν παθημάτων τε καί ἐπιθυμιῶν, ζωῆς πνευματικῆς ἀρχῆς, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν πρόξενος, ἐν ἑαυτῇ τό κέντρον τῆς ἡδονῆς ἀφανίζουσα».
Δηλαδή: «Ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀποξένωση ἀπό τά πάθη, ἡ νέκρωση τοῦ σώματος μέχρι τῶν αὐτῶν τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν καί λειτουργιῶν· εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, αὐτή πού γίνεται πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀφανίζοντας μέ τή δύναμή της τό κεντρί τῆς φιληδονίας».
Ἡ ἐγκράτεια, λοιπόν, στή χριστιανική μας ἐμπειρία εἶναι κάτι πολύ εὐρύτερο ἀπό τή νηστεία τῶν τροφῶν. Ἐκφράζει τό πνεῦμα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα μας. Συγκεφαλαιώνει ὅλα τά ἐπιμέρους στοιχεῖα πού ἀπαρτίζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συναριθμεῖ τήν ἐγκράτεια μεταξύ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,23). Καί ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός «πάντα ἐγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. 9,25).
Ἡ φροντίδα καί ὁ ἀγώνας του εἶναι πῶς νά καταπολεμήσει καί ὄχι νά ἱκανοποιήσει τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας (Ρωμ. 13,14). Φοβᾶται μήπως φανεῖ «ἀδόκιμος», ἀκατάλληλος καί ἀσυνεπής, καί γι᾿ αὐτό «ὑπωπιάζει», σκληραγωγεῖ δηλαδή μέ τήν ἄσκηση, τό σῶμα του καί τό «δουλαγωγεῖ», τό ὑποτάσσει, γιά νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες του (Α΄ Κορ. 9,27).Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἐγκράτεια καί τήν ταπείνωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος συχνά παρεξηγεῖται. Καί παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἀπό χριστιανούς, ἀπό ἀνθρώπους δηλαδή πού εἶναι μέλη της.Ἀγνοώντας τό βαθύτερο νόημα τῆς πίστεώς μας καί παρερμηνεύοντας τή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς, μᾶς κατηγοροῦν ὅτι περιφρονοῦμε τό ἀνθρώπινο σῶμα, θεωρώντας το σάν κάτι τό κακό.Μιά τέτοια ἀντίληψη, ἀπ᾿ ὅποιους κι ἄν ὑποστηρίζεται, ἀποτελεῖ δεινή πλάνη. Γιά τή χριστιανική ἀνθρωπολογία τό σῶμα μας εἶναι κάτι τό ἱερό. Πλασμένο «καλόν λίαν» (Γέν. 1,31), τιμήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀφοῦ κατά τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε μόνο τήν ψυχή ἀλλά καί τό ἀνθρώπινο σῶμα.Ἔτσι, μετέχει στόν ἐν Χριστῷ ἁγιασμό καί τό σῶμα πού φέρουμε. Καί αὐτή ἡ συμμετοχή εἶναι πού τό ἀναδεικνύει, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ναό τοῦ Θεοῦ καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α' Κορ. 3,17· 6,19). Καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἐξαγιασμένο μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καί τή ζωοποιό χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τόν παρόντα κόσμο, μέλλει νά μετάσχει καί στήν ἄκτιστη δόξα τῆς θείας Βασιλείας.Ἄν κάτι πολεμοῦμε οἱ χριστιανοί μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια, αὐτό δέν εἶναι τό σῶμα ἀλλά «τό φρόνημα τῆς σαρκός» (Ρωμ. 8,6-7)· οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες, ἡ ροπή πρός τή φιληδονία πού μετά τήν πτώση ἐμφιλοχώρησε μέσα μας.Μέ τήν ἐν Χριστῷ ἐγκράτειά μας, κατά τήν παροιμιώδη διατύπωση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος στό Γεροντικό, δέν ἐπιδιώκουμε νά γίνουμε «σωματοκτόνοι» ἀλλά «παθοκτόνοι». Καί, ὅπως διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος, ὡς ἐγκράτεια οἱ χριστιανοί δέν ἐννοοῦμε τήν ἀποχή τῶν βρωμάτων «εἰς τό παντελές» -ἀφοῦ κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ στόν θάνατο-, ἀλλά «τήν ἐπιτηδευόμενην ἀποχήν τῶν ἡδέων», ἀποχή πού ἀποσκοπεῖ στήν ὑπερνίκηση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός καί στήν πραγματοποίηση «τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ», πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας.
Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών
πηγη:http://orthodoxosdromos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου